-
1 ἐκπίνω
A- πίομαι Amips.22.2
, :— drink out or off, quaff liquor, Hom. only in Od., in [dialect] Ep. [tense] aor.,[ποτὸν] ἔκπῐεν 9.353
;ἔκπιον [οἶνον] 10.237
: [tense] pf. [voice] Pass.,ὅσσα τοι ἐκπέποται 22.56
, cf. Hdt.4.199 ;ἐκπίνουσ' ἀεὶ ψυχῆς..αἷμα S.El. 785
;δι' αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπὸ χθονός A.Ch.66
(lyr.); ; also of bugs, ticks, and the like , drain,τὴν ψυχὴν ἐ. Ar.Nu. 712
; :—[voice] Pass.,σῶμα..ἐξεπόθη IG14.2002
.2 drain a cup dry,πλῆρες ἐ. κέρας S.Fr. 483
; μὴ 'κπιεῖν ἀλλ' ἢ μίαν (sc. κύλικα) Pherecr.143.9 ;ὅλην μύσας ἔκπινε Antiph.3
, etc. ; also .3 metaph.,ἐ. ὄλβον E.Hipp.[626]
;τὰ χρήματα Pl.Com.9
;ἀγρόν Alciphr.Fr. 6.2
.4 [voice] Pass., to be absorbed, Diog.Apoll.6.
См. также в других словарях:
υφίημι — και ιων. τ. ὑπίημι Α [ἵημι] 1. (σχετικά με ιστίο) κατεβάζω 2. (για ραβδούχο) κατεβάζω την ράβδο μου μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού 3. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει», Ομ. Ιλ.) 4. (ιδίως) βάζω τα νεογνά κάτω… … Dictionary of Greek